- Τυφών
- Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, που η κορφή του έφτανε στα άστρα και τα χέρια του στην Ανατολή και τη Δύση. Από τα μάτια του έβγαιναν φλόγες, και από τα εκατό κεφάλια του κραυγές και σφυρίγματα. Αποτελούσε προσωποποίηση της έκρηξης των ηφαιστείων ή της μεγάλης κακοκαιρίας. Ο Δίας ηττήθηκε από τον Τ., που του έκοψε τα νεύρα των χεριών και των ποδιών και τον φυλάκισε στο Κωρύκειον Άντρον της Κιλικίας, απ’ όπου τον ελευθέρωσε ο Ερμής. Επικεφαλής άρματος με φτερωτά άλογα, ο Δίας επιτέθηκε τότε εναντίον του Τ. και τον κατακεραύνωσε, καταπλακώνοντάς τον με βράχια και βουνά. Από τα έγκατα όμως των βουνών, ο Τ. εξακολουθούσε να βγάζει κραυγές και να τινάζει φλόγες και λάβα.
* * *-ώνος, ο / Τυφῶν, -ῶνος, ΝΜΑ, και επικ. τ. Τυφάων, -ονος, Αμυθ. μυθικό τέρας, γίγαντας, γιος τής Γαίας και τού Ταρτάρου ή τής Ήρας, που τόν γέννησε μόνη, όπως και τον Ήφαιστο, και ο οποίος πολέμησε τους θεούς τού Ολύμπου κατά τη γιγαντομαχία, ώσπου τόν καταπλάκωσε ο Ζευς ρίχνοντας επάνω του την Αίτνα, και ήταν προσωποποίηση τού ανεμοστρόβιλου που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Τυφωεύς].
Dictionary of Greek. 2013.